αὐτάδελφον

αὐτάδελφον
αὐτάδελφος
brother's
masc/fem acc sg
αὐτάδελφος
brother's
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυτάδελφος — η και αυταδέλφι, το (AM αὐτάδελφος, ον Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα) αδελφός ή αδελφή από τους ίδιους γονείς αρχ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην αδελφή («αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», «αὐτάδελφον αἷμα») …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ЕВЛАМПИЙ И ЕВЛАМПИЯ — Мученичество святых Евлампия и Евлампии. Миниатюра из Минология Василия II. 976 1025 гг. (Vat. gr. 1613. P. 103) Мученичество святых Евлампия и Евлампии. Миниатюра из Минология Василия II. 976 1025 гг. (Vat. gr. 1613. P. 103) [греч. Εὐλάμπιος κα… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”